μεταμορφισμός

μεταμορφισμός
ο
1. βιολ. άλλη ονομασία που χρησιμοποιήθηκε για τη θεωρία τής εξέλιξης
2. φυσιολ. η μεταβολή κατάστασης τής βασικής ουσίας ενός ιστού
3. φυσική και χημική αλλοίωση πετρώματος υπό την επίδραση ενδογενούς θερμότητας και πίεσης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εξελικτισμός — ο (βιολ.), η θεωρία της εξέλιξης, ο μεταμορφισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”